επιλέπω

επιλέπω
ἐπιλέπω (Α)
αφαιρώ τον φλοιό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπέλεψε — ἐπιλέπω strip of bark aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”